- τομάρι
- το / τομάριον, ΝΜΑνεοελλ.1. ειρων. το ανθρώπινο σώμα («μόνο για το τομάρι του νοιάζεται»)2. μτφ. (για πρόσ.) παλιάνθρωπος3. φρ. α) «πουλάω ακριβά το τομάρι μου» — υπερασπίζομαι σθεναρά τη ζωή μουβ) «φυλάει το τομάρι του»(με κακή σημ.) προσέχει πολύ τον εαυτό του, δεν εκθέτει σε κίνδυνο τη ζωή τουγ) «τόν τρώει το τομάρι του» — πρέπει να φάει ξύλοδ) «τού άργασαν το τομάρι» — τόν έδειραν πολύνεοελλ.-μσν.δέρμα, πετσίμσν.-αρχ.μικρός τόμος, μικρό βιβλίο.[ΕΤΥΜΟΛ. < τόμος + υποκορ. κατάλ. -άριον (πρβλ. βιβλι-άριον)].
Dictionary of Greek. 2013.